ρινοπνευμονία

ρινοπνευμονία
η, Ν
(κτην.) ήπια προσβολή τών αναπνευστικών οδών τού αλόγου, η οποία οφείλεται σε ερπετοϊό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”